- ῥοδοφόρος
- ῥοδο-φόρος, ον,A bearing roses, name of Ptolemaïs ([place name] Acre), LXX 3 Ma.7.17 (v.l. -φόνος); dub. sens. in Sammelb.4425 v 6 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ροδοφόρος — ον, Α (για τόπο) αυτός που παράγει ρόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος] … Dictionary of Greek
ῥοδοφόρον — ῥοδοφόρος bearing roses masc/fem acc sg ῥοδοφόρος bearing roses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
родофор — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ῥοδοφόρος) место, где в изобилии растут розы.… … Словарь церковнославянского языка
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek
ՎԱՐԴԱԲԵՐ — ( ) NBH 2 0791 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 14c ա. ῤοδοφόρος rosifer. Որ բերէ յիւրմէ այսինքն բուսուցանէ զվարդ. *Վարդաբեր տնկօք. Տօնակ.: *Արար զտատասկն՝ վարդաբեր. Ոսկ. լուս.: Իսկ ի սուրբ գիրս ՝ է անուն տեղւոյ. յն. լտ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)